- αποστάφυλα
- τα виноградины, оставшиеся на ветках после сбора
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποστάφυλα — τα τα σταφύλια που μένουν πάνω στα κλήματα μετά τον τρύγο, τα αποτρυγίδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποστάφυλο — το συνήθ. στον πληθ. τα αποστάφυλα τα σταφύλια που απομένουν στα κλήματα μετά τον τρύγο … Dictionary of Greek
επιφυλλίδα — Αυτοτελές άρθρο που δημοσιεύεται στο κάτω μέρος εφημερίδας και χωρίζεται από την υπόλοιπη ύλη με οριζόντια γραμμή. Την ε. εγκαινίασε η γαλλική Εφημερίδα των Συζητήσεων, στα χρόνια της υπατείας του Ναπολέοντα. Το 1842, η ίδια εφημερίδα δημοσίευσε… … Dictionary of Greek